- ἀνεπίδικος
- ἀν-επί-δικος, nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften; ἡ ἀνεπίδικος, eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπίδικος — ἀνεπίδικος, ον (Α) (Νομ.) μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίδικος «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί μπροστά στο δικαστήριο, ο περιμάχητος»] … Dictionary of Greek
ἀνεπίδικος — without the process of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδικον — ἀνεπίδικος without the process of masc/fem acc sg ἀνεπίδικος without the process of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδικα — ἀνεπίδικος without the process of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek